Πρόκειται για εμφανείς, ημισφαιρικές, στρογγυλές, σαρκόχροες ή ελαφρώς ρόδινες βλατίδες, μεγέθους 2 εώς 5 χιλιοστών, με χαρακτηριστικό ομφαλωτό κέντρο. Οι βλάβες ξεκινούν ως μικρά σπυράκια στο χρώμα του δέρματος με μαλακή υφή, και αργότερα αυξάνονται σε όγκο, γίνονται πιο σκληρά, δε σπάνε εύκολα και το περιεχόμενό τους είναι μία σκληρή στερεή μάζα λευκού χρώματος. Συνήθως εμφανίζονται κατά ομάδες, αλλά μπορεί να είναι και μεμονωμένες.
Η περίοδος επώασης της νόσου ποικίλει από 14 ημέρες έως και 6 μήνες. Η νόσος συχνά αυτοπεριορίζεται σε 6-9 μήνες αλλά μπορεί και να επιμείνει για 3 ή 4 έτη. Η διάγνωση της νόσου είναι κατά βάση κλινική και βασίζεται στην ανάδειξη των χαρακτηριστικών ομφαλωτών βλαβών. Σε περίπτωση μεμονωμένης βλάβης, διαφοροδιάγνωση οφείλει να γίνει από πυογόνο κοκκίωμα, κερατοακάνθωμα καθώς και ακανθοκυτταρικό επιθηλίωμα.
Η μολυσματική τέρμινθος περιλαμβάνει τέσσερις τύπους:
- Ο τύπος 1 (MCV-1) προσβάλλει κυρίως τα παιδιά
- Ο τύπος 2 (MCV-2) στις ενήλικες
- Οι τύποι 3 και 4 σπάνια προκαλούν λοίμωξη
Οι δύο τελευταίοι τύποι οφείλονται σε μετάδοση μέσω σεξουαλικής επαφής.
Η νόσος είναι μεταδοτική σε υψηλό ποσοστό και διασπείρεται με αυτοενοφθαλμισμό σε σημεία λύσης του δέρματος είτε μετά από άμεση επαφή με βλάβες του δέρματος.
Επιπλέον είναι δυνατό να μεταδοθεί και με την κοινή χρήση ρουχισμού, πετσετών και προσωπικού εξοπλισμού σε διάφορα αθλήματα. Ο κνησμός και το ξύσιμο της πάσχουσας περιοχής συμβάλλει στην εξάπλωση και στον πολλαπλασιασμό των βλαβών.
Την θεραπεία εκλογής της νόσου, αποτελεί η μηχανική εξαίρεση των βλαβών
με χρήση χειρουργικής λαβίδας.
Άλλες εναλλακτικές μέθοδοι αντιμετώπισης περιλαμβάνουν:
- την κρυοθεραπεία,
- το laser (CO2, Pulse Dye)
- και τη φωτοδυναμική.