Ως υπεριδρωσία χαρακτηρίζουμε την υπερβολική έκκριση ιδρώτα από τους εκκρινείς ιδρωτοποιούς αδένες, η οποία είναι μεγαλύτερη από εκείνη που απαιτείται για την κανονική θερμορύθμιση του οργανισμού. Η υπεριδρωσία αποτελεί μία παθολογική κατάσταση, κατά την οποία οι ασθενείς εκκρίνουν υπερβολική ποσότητα ιδρώτα, ακόμα κι όταν βρίσκονται σε ακινησία.
Η υπεριδρωσία προσβάλλει εξίσου και τα δύο φύλα (με τις γυναίκες να επιλέγουν πιο συχνά να κάνουν θεραπεία για τη συγκεκριμένη πάθηση) και κυμαίνεται σε ποσοστό από 0,6 εώς 2,9%. Ξεκινά κυρίως κατά τη δεύτερη ή τρίτη δεκαετία του ασθενούς.
Επιπλέον μελέτες εκτιμούν ότι οι πάσχοντες σε περιπτώσεις κρίσεις οι απώλειες υγρών προσεγγίζουν μέχρι και 3 L την ώρα, ενώ οι φυσιολογικές απώλειες είναι 0,5 L το 24ώρο.
Η υπεριδρωσία, ανάλογα με την αιτιολογία, διακρίνεται σε ιδιοπαθή (πρωτοπαθή) και δευτεροπαθή, ενώ ανάλογα με την έκταση της εντόπισης της σε εστιακή και γενικευμένη.
Η πρωτοπαθής είναι συνήθως εστιακή και αφορά μασχάλες ,παλάμες, πέλματα και πρόσωπο. Στην πρωτοπαθή υπεριδρωσία παρατηρείται υπερβολική έκκριση ιδρώτα και αποδίδεται σε δυσλειτουργία του του αυτόνομου νευρικού συστήματος. Είναι κληρονομική σε ένα ποσοστό περίπου 30-40% και ξεκινά στην παιδική ηλικία, μπορεί να επιμένει διά βίου ή να βελτιωθεί με το πέρας του χρόνου.
Η δευτεροπαθής μπορεί να οφείλεται σε εμπύρετα νοσήματα, ενδοκρινολογικές και μεταβολικές διαταραχές, καρδιαγγειακές παθήσεις, κακοήθειες, χρήση φαρμάκων κ.α.
Πολλοί ασθενείς εκκρίνουν ιδρώτα σε συνεχή βάση, ακόμα και κατά τη διάρκεια του ύπνου, ενώ ορισμένοι άλλοι παρατηρούν ξαφνικές και απότομες εκκρίσεις υπεριδρωσίας.
Επιπλέον αίτια αναφέρονται το stress, συναισθηματική φόρτιση, η υψηλή περιβαλλοντική θερμοκρασία, η κατανάλωση ευφορικών ουσιών (π.χ. καφεΐνη, νικοτίνη, αλκοόλ).
- Πολύ υγρό και ιδρωμένο δέρμα για μεγάλο διάστημα
- Ανεξήγητος ορατός ιδρώτας ακόμα και σε στιγμές που δεν έχει έντονη ζέστη ή υψηλές θερμοκρασίες
- Δυσκολία σε καθημερινές κινήσεις
- Συχνές μολύνσεις (όπως π.χ. μυκητιάσεις).
Η υπεριδρωσία έχει σοβαρές ψυχολογικές, κοινωνικές, επαγγελματικές και οικονομικές επιπτώσεις και επηρεάζει σημαντικά την ποιότητα της ζωής των πασχόντων. Οι πάσχοντες αδυνατούν να χειριστούν εργαλεία σε χειρονακτικές εργασίες, διστάζουν να προτείνουν το χέρι για χειραψία, οι αθλητικές τους δραστηριότητες είναι περιορισμένες, ενώ υψηλό ποσοστό δηλώνει ότι το πρόβλημα επηρεάζει αρνητικά ακόμη και τις προσωπικές τους στιγμές.
Α. Για την εστιακή υπεριδρωσία προτείνονται:
1. Γενικά μέτρα (ελαφρά ένδυση-δροσερό περιβάλλον-καλή υγιεινή)
2. Μεταλλικά άλατα (υδροχλωρικό αλουμίνιο – εξαένυδρο χλωρίδιο του αλουμινίου).
3. Τοπικά αντιχολινεργικά (διάλυμα γλυκοπυρρολάτης )
4. Συσκευές ιοντοφόρρησης.
5. Συστηματική αγωγή (αντιχολινεργικά φάρμακα)
6. Χρήση μηχανημάτων Laser and Radiofrequency
7. Τοπικές εγχύσεις αλλαντικής τοξίνης ( π.χ. Botox ), το οποίο ίσως είναι η καλύτερη λύση , για την εστιακή υπεριδρωσία της μασχάλης
8. Χειρουργική αντιμετώπιση, αφαίρεση των ιδρωτοποιών αδένων με εκτομή του δέρματος ή λιποαναρρόφηση ( μόνο για την μασχάλη) και θωρακοσκοπική συμπαθεκτομή
Β. Για τη δευτεροπαθή υπεριδρωσία, γίνονται οι κατάλληλες εξετάσεις για τον εντοπισμό και την αντιμετώπιση του αιτίου.
Η δράση της βοτουλινικής τοξίνης που χρησιμοποιείται στη θεραπεία Botox είναι εγκεκριμένη από τον FDA το 2004 για την αντιμετώπιση της υπεριδρωσίας. Το Botox χρησιμοποιείται ευρέως ως θεραπευτικό μέσο σε διάφορες ιατρικές εφαρμογές με απόλυτη ασφάλεια. Η βοτουλινική τοξίνη έχει την ιδιότητα να μπλοκάρει προσωρινά τα σήματα των νεύρων που διεγείρουν τους ιδρωτοποιούς αδένες στην περιοχή που χρήζει θεραπευτική αντιμετώπιση. Παράλληλα, εφόσον οι ιδρωτοποιοί αδένες δε λαμβάνουν χημικά σήματα, το σύμπτωμα του υπερβολικού ιδρώτα παύει. Η θεραπεία Botox έχει διάρκεια περίπου 6-9 μήνες και απαιτεί συντήρηση, ωστόσο μετά την εφαρμογή ο ασθενής μπορεί να επιστρέψει άμεσα στις καθημερινές του δραστηριότητες.