Η χλαμυδιακή λοίμωξη πραγματοποιείται μέσω σεξουαλικής επαφής (στοματικής, κολπικής, πρωκτικής) όταν το ένα άτομο είναι φορέας του βακτηρίου. Επίσης η μητέρα που έχει μολυνθεί με χλαμύδια, μπορεί να μεταδώσει στο έμβρυο, κατά τον φυσιολογικό τοκετό.
Τα χλαμύδια στις γυναίκες προκαλούν τραχηλίτιδα, σαλπιγγίτιδα, ουρολοίμωξη, λοίμωξη στο εσωτερικό της μήτρας και πολλές φορές λοίμωξη σε όλο το εσωτερικό της κάτω κοιλιακής χώρας (πυελική λοίμωξη). Στους άνδρες προκαλούν ουρηθρίτιδα και είναι εφικτό να επεκταθεί στους όρχεις. Μάλιστα, αν δε διαγνωστούν έγκαιρα μπορεί να προκαλέσουν προστατίτιδα, ή ακόμη και στείρωση.
Περισσότεροι από το 70% των γυναικών και 50% των ανδρών με χλαμυδιακή λοίμωξη δεν παρουσιάζουν συμπτώματα όταν προσβληθούν. Λοίμωξη σε πρωκτό και φάρυγγα συνήθως δεν παρουσιάζει συμπτώματα.
Τα πιο συχνά συμπτώματα στις γυναίκες είναι:
- αλλαγή στο χρώμα ή την οσμή ή στην ποσότητα του κολπικού εκκρίματος
- αιμορραγία ανάμεσα στις έμμηνες ρύσεις ή εντονότερες έμμηνες ρύσεις
- αιμορραγία μετά το σεξ
- αίσθημα καύσου κατά την ούρηση
- άλγος ή ενόχληση στο υπογάστριο.
Τα πιο συχνά συμπτώματα στους άνδρες είναι:
- αίσθημα καύσου κατά την ούρηση
- ουρηθρικό έκκριμα
- πόνος ή ενόχληση στους όρχεις.
Για να διαγνωστεί η χλαμυδιακή λοιμώξη είναι απαραίτητος ο εργαστηριακός
έλεγχος μέσω δείγματος από την γεννητική περιοχή. Σε ορισμένες
περιπτώσεις μπορεί να είναι χρήσιμη μία εξέταση ούρων.
Εάν πιστεύετε ότι έχετε έρθει σε επαφή με άτομα που νοσούν από χλαμύδια,
ή άλλες λοιμώξεις, ή έχετε συμπτώματα, τα οποία θα μπορούσαν να είναι
χλαμυδιακή λοίμωξη, θα πρέπει να επισκεφτείτε τον δερματολόγο-
αφροδισιολόγο σας. Η χλαμυδιακή λοίμωξη θεραπεύεται με αντιβιοτική
θεραπεία. Ωστόσο να σημειωθεί ότι αν η λοίμωξη παραμείνει αθεράπευτη
δύναται να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές στον ανθρώπινο οργανισμό.